δαίμων ή δαίμονας

δαίμων ή δαίμονας
Στην αρχαία ελληνική γλώσσα σήμαινε θεός θεά και γενικά κάθε εξωανθρώπινη ύπαρξη στην οποία αποδιδόταν μία δύναμη που επιδρούσε σε ορισμένες περιστάσεις και σε ορισμένα μέρη. Έτσι, απέδιδαν σε έναν δ. την εμφάνιση μιας δυστυχίας ή μια επιτυχημένη επιχείρηση, μία κακή πράξη όπως και μία καλή έμπνευση, γενικά οποιαδήποτε κατάσταση δεν μπορούσε να εξηγηθεί με την ανθρώπινη περιορισμένη γνώση (δ. στον Όμηρο ήταν και οι θεοί που επενέβαιναν χωρίς να είναι γνωστοί). Το ίδιο συνέβαινε και για έναν φανταστικό τόπο που βρισκόταν πέρα από τα ανθρώπινα όρια (ένα ακαλλιέργητο δάσος σε αντίθεση με τον ανθρώπινο καλλιεργημένο αγρό, μία πηγή, ένα ποτάμι, μία οποιαδήποτε άγρια τοποθεσία), που θα μπορούσε να θεωρηθεί πεδίο δράσης ενός δ. Μία τέτοια θρησκευτική συμπεριφορά, που ανάγεται στη φαινομενολογία του ανιμισμού, ήταν εξαιρετικά διαδεδομένη στους αρχαϊκούς και εξακολουθεί να είναι και στους σύγχρονους πολιτισμούς που μελετά η εθνολογία καθώς και στις λαϊκές παραδόσεις του σημερινού δυτικού πολιτισμού, έτσι που ο όρος δ. επεκτάθηκε ώστε να υποδηλώνει μια τεράστια κατηγορία υπερφυσικών πλασμάτων πολύ ή λίγο όμοιων, αν και πλασματικών και τοποθετημένων διαφορετικά στα πλαίσια των διαφόρων θρησκειών. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται τόσο οι δ. που έχουν δύο ιδιότητες –δηλαδή φέρνουν και καλό και κακό–, πλησιέστεροι προς την αρχαία ελληνική αντίληψη, όσο και οι δ. που ανήκουν στους αγαθοποιούς, οι οποίοι μοιάζουν συνεπώς περισσότερο με καθαυτό θεότητες, και οι κακοποιοί δ., οι διάβολοι του χριστιανικού κόσμου. Ο χαρακτηρισμός όμως των δ. ως αγαθοποιών ή κακοποιών, που οφείλεται στο ιδιαίτερο θρησκευτικό σχήμα μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε, είναι δευτερεύων και ξένος προς την εξειδικευμένη φύση τους. Πράγματι, ο δ. είναι προπάντων δύναμη, μια δύναμη χωρίς ιδιότητες και χωρίς μορφή, στην οποία ο άνθρωπος κάθε τόσο και μέσα στα σχήματα μιας παράδοσης αποδίδει ιδιότητες και μορφές που αυτός νομίζει καταλληλότερες. Είναι μία δύναμη σχεδόν απρόσωπη, που αποκτά προσωπικότητα μόνο κατά τη στιγμή που εκδηλώνεται και φυσικά εξατομικεύεται. Τα μέσα που αναφέρει η παράδοση, με τα οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί τελετουργική επαφή με τις δαιμονικές δυνάμεις, είναι διάφορα και χαρακτηρίζονται από μία δραματική ενέργεια, σε έναν χορό με μεταμφίεση, σε έναν μαγικό τύπο, σε μία απεικόνιση· στην τελευταία αυτή περίπτωση ο δ. παριστάνεται σχεδόν πάντοτε με τερατώδεις μορφές, που ουσιαστικός σκοπός τους είναι να τονίσουν την αδυναμία σύγκρισης του δ. με οτιδήποτε φτάνει κανονικά στην ανθρώπινη εμπειρία. Η απεικόνιση ενός δ. είναι ήδη αυτή καθαυτή μία λατρευτική πράξη, με την οποία το άτομο αποσκοπεί να αποκαταστήσει κάποια σχέση με αυτόν (άμυνα, εξιλέωση κλπ.). Μόνο όμως σε εξαιρετικές περιπτώσεις οι σχέσεις με τους δ. έχουν τον χαρακτήρα μιας καθαυτό οργανωμένης λατρείας: στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για τελετουργίες επικαιρότητας, όπως εκδηλώσεις επικαιρότητας είναι και οι εκδηλώσεις των ίδιων των δ. Η πάλη του δαίμονα Τοτσακάν με τον Χανουμάν, μία από τις πιο δημοφιλείς ινδικές θεότητες, όπως αναπαριστάνεται σε έναν χορό της Ταϊλάνδης. Τέτοιοι χοροί μεταμφιεσμένων είναι από τα πατροπαράδοτα μέσα τελετουργικής επαφής με τους δαίμονες, που απεικονίζονται συχνά με τερατώδεις μορφές. Ο δαίμονας Χαρούμ, λεπτομέρεια ετρουσκικής τοιχογραφίας (3ος-1ος αι. π.Χ.) στον τάφο Φρανσουά στο Βούλτσι (Μουσείο Άλμπανι, Ρώμη). Μεξικάνικο ξύλινο προσωπείο δαίμονα με ενθέματα από τιρκουάζ και μάρμαρο (Μουσείο Πιγκορίνι, Ρώμη).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δαίμονας — δαίμων god masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού …   Dictionary of Greek

  • δαίμων — ο βλ. δαίμονας …   Dictionary of Greek

  • Демон — (δαίμων) βообще означает (в классич. литер.) деятеля, обладающего сверхчеловеческой силой, принадлежащего к невидимому миру и имеющего влияние на жизнь и судьбу людей; между δαίμων θ θεός οриблизительно такое же отношение, как между лат. numen и… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • бѣсъ — БѢС|Ъ (887), А с. Бес, нечистая сила: Пи˫аньство самовольныи бѣсъ. (ὁ δαίμων) Изб 1076, 265; радоуитасѩ. врача бол˫ащиимъ и бѣсомъ прогонителѩ. Стих 1156 1163, 73 об.; и ѡ(т)селѣ не имоуть ти никоѥ˫а же пакости створити лоукавии бѣси ЖФП XII,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Daemon (classical mythology) — For other uses, see Daemon (disambiguation). This article is about the semi divine beings in classical mythology. For other uses, see Daemon. The words dæmon and daimôn are Latinized spellings of the Greek δαίμων , a reference to the daemons of… …   Wikipedia

  • δαιμονίζω — (μέσ., δαιμονίζομαι) (AM δαιμονίζομαι) [δαίμων] Ι. δαιμονίζω νεοελλ. κάνω κάποιον να δαιμονιστεί, ερεθίζω, τρελαίνω II. δαιμονίζομαι κατέχομαι από δαίμονα, από πονηρό πνεύμα μσν. νεοελλ. 1. πάσχω από επιληψία 2. εξοργίζομαι, γίνομαι έξω φρενών 3 …   Dictionary of Greek

  • κακοδαίμων — ον (AM κακοδαίμων, κακόδαιμον) αυτός που έχει κακή τύχη, δυστυχής || (μσν. αρχ.) το αρσ. ως ουσ. ὁ κακοδαίμων πονηρό πνεύμα, κακός δαίμονας αρχ. αυτός που κατέχεται από κακό δαίμονα, από πονηρό πνεύμα. επίρρ... κακοδαιμόνως (Α) με κακοδαίμονα… …   Dictionary of Greek

  • κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …   Dictionary of Greek

  • οφεοδαίμων — ὀφεοδαίμων, ὁ (Α) ο δαίμονας ο οποίος με τη μορφή φιδιού εξαπάτησε την Εύα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, εως + δαίμων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”